Κανονισμός και Επιτροπή Δεοντολογίας
Κανονισμός Δεοντολογίας του Τ.Ε.Ι. Θεσσαλίας
Άρθρο 1: Κανόνες Δεοντολογίας
Α. Πνευματικά Δικαιώματα
1. Απαγορεύεται ρητά η αναπαραγωγή ολόκληρου ή μέρους πνευματικών έργων τρίτων προσώπων (βιβλίων, άρθρων, εργασιών, κ.λπ.) καθώς και η μετάφραση, η διασκευή, η παραποίηση ή η απομίμησή τους, χωρίς την άδεια του δημιουργού τους. Η απαγόρευση αυτή ισχύει ανεξάρτητα από τη μορφή με την οποία γίνεται αυτή η αναπαραγωγή (έντυπη, ηλεκτρονική, φωτογραφική, κ.λ.π.) και συνιστά αφενός αστικό και ποινικό αδίκημα, και αφετέρου σοβαρή πειθαρχική παράβαση.
2. Κάθε δημιουργός ή συν-δημιουργός οποιουδήποτε πνευματικού έργου δικαιούται σαφώς να αναφέρεται και να αναγνωρίζεται ως τέτοιος, απολαμβάνοντας και τα τυχόν περιουσιακά δικαιώματα που απορρέουν από το συγκεκριμένο πνευματικό έργο.
3. Η παράλειψη της αναφοράς της πνευματικής συνεισφοράς τρίτων προσώπων σε οποιοδήποτε δημοσιευμένο έργο ή, αντίθετα, η συμπερίληψη προσώπου ως δημιουργού ή συν- δημιουργού σε έργο στο οποίο δεν εισέφερε πραγματικά προσωπικό πνευματικό έργο, συνιστούν σοβαρά πειθαρχικά παραπτώματα και μπορούν να έχουν και άλλες, νομικές κατά κύριο λόγο, συνέπειες.
4. Σε περίπτωση πνευματικού έργου που είναι συλλογικό αποτέλεσμα, στο οποίο έχουν εισφέρει πραγματικά περισσότερα του ενός πρόσωπα, τα πρόσωπα αυτά πρέπει απαραίτητα να αναφέρονται όλα, ως συν- δημιουργοί του εν λόγω πνευματικού έργου, και ενδεχομένως κατά τη σειρά σπουδαιότητας της συμβολής τους στη δημιουργία του συγκεκριμένου πνευματικού έργου.
5. Αν το πνευματικό δημιούργημα είναι το τελικό εξαγόμενο αμειβόμενου ερευνητικού έργου, που ανατέθηκε προφανώς μέσω σύμβασης, είτε από φορέα του δημόσιου ή του ευρύτερου δημόσιου τομέα, είτε από ιδιωτικό φορέα, τότε θα πρέπει να λαμβάνεται ιδιαίτερη μέριμνα προς την κατεύθυνση τήρησης των συμβατικών υποχρεώσεων που έχουν αναληφθεί μέσω των όρων της σύμβασης και οι οποίες είναι δυνατόν να περιορίζουν, ή εν δυνάμει να περιορίζουν, τα περιουσιακά και ηθικά δικαιώματα των δημιουργών του συγκεκριμένου πνευματικού έργου. Στην περίπτωση αμειβόμενου ερευνητικού έργου αποτελεί υποχρέωση του επιστημονικού υπευθύνου του έργου να μεριμνά ώστε να αναφέρεται η ταυτότητα του φορέα χρηματοδότησης σε όλες τις δημοσιεύσεις που παράγονται στο έργο.
6. Για την περίπτωση της εκμετάλλευσης των περιουσιακών δικαιωμάτων που ενδεχομένως προκύπτουν από την εκμετάλλευση δικαιωμάτων βιομηχανικής ή πνευματικής ιδιοκτησίας, είτε από τον δημιουργό, είτε από τον εφευρέτη, ενδέχεται να υπάρχουν περιορισμοί οι οποίοι θα πρέπει να διερευνώνται κατά περίπτωση. Η περίπτωση αυτή ισχύει για έργα τα οποία παρήχθησαν με μέσα ή με τη χρηματοδότηση του Ιδρύματος ή άλλου φορέα.
7. Με τον όρο «λογοκλοπή» (plagiarism) εννοείται η ενσωμάτωση σε κάποιο πνευματικό έργο ιδεών, αποσπασμάτων ή/και μεμονωμένων φράσεων έργου τρίτου προσώπου, χωρίς να γίνεται καμία αναφορά στη σχετική πηγή από την οποία αυτό προέρχεται. Η λογοκλοπή συνιστά σοβαρό πειθαρχικό και ποινικό παράπτωμα για τα μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας, το οποίο εμφανίζεται συνήθως σε έργα που από το δημιουργό τους εμφανίζονται ως πρωτότυπα, ενώ κάθε άλλο παρά πρωτότυπα είναι. Λογοκλοπή επίσης διαπράττεται από μέλος της ακαδημαϊκής κοινότητας στην περίπτωση εκείνη κατά την οποία, το παραχθέν πνευματικό έργο τρίτων, δημοσιεύεται από έτερο «δημιουργό» είτε σε έντυπα, είτε σε ηλεκτρονικά μέσα, είτε ακόμη και σε πανεπιστημιακές σημειώσεις, χωρίς καμία αναφορά στην πηγή από την οποία προέρχεται.
8. Τα μέλη του Ιδρύματος είναι υποχρεωμένα να αποφεύγουν τη δημοσίευση του ίδιου πνευματικού έργου σε διαφορετικές μορφές, σε διαφορετικά έντυπα, είτε χωρίς αλλαγές, είτε με επουσιώδεις αλλαγές. Αν συμβεί αυτό, τότε τα συγκεκριμένα δημοσιεύματα θεωρούνται πλασματικά, αποτελούν προϊόν αυτό-λογοκλοπής (self-plagiarism) και οι «δημιουργοί» τους υποπίπτουν σε σοβαρό πειθαρχικό παράπτωμα προερχόμενο από το ισχύον νομικό πλαίσιο και τη δεοντολογία περί πνευματικής ιδιοκτησίας.
9. Στην περίπτωση εκπόνησης μεταπτυχιακών εργασιών και διδακτορικών διπλωμάτων, τα πνευματικά δικαιώματά τους ανήκουν αντίστοιχα στον μεταπτυχιακό και στον διδακτορικό φοιτητή. Θεωρείται αυτονόητο ότι τόσο η μεταπτυχιακή εργασία, όσο και το διδακτορικό δίπλωμα είναι πρωτότυπα έργα του υποψηφίου ο οποίος τα υποβάλλει προς κρίση στις αρμόδιες επιτροπές αξιολόγησης του Ιδρύματος.
10. Όταν ο μεταπτυχιακός ή ο διδακτορικός φοιτητής δημοσιεύει πρωτότυπες εργασίες μετά την απονομή του μεταπτυχιακού ή του διδακτορικού τίτλου, που προκύπτουν από τη μεταπτυχιακή ή τη διδακτορική διατριβή, εφόσον ο επιβλέπων καθηγητής ή άλλοι ερευνητές ή άλλα πρόσωπα έχουν ουσιαστική και πραγματική συνεισφορά στην ανάπτυξη των συγκεκριμένων εργασιών, τότε καθένας από αυτούς θα πρέπει να αναφέρεται ως συν-συγγραφέας σύμφωνα με την πραγματική του συνεισφορά στην παραγωγή της συγκεκριμένης εργασίας.
11. Εφόσον ο μεταπτυχιακός ή ο διδακτορικός φοιτητής εκδώσει σε οποιαδήποτε μορφή τη μεταπτυχιακή του εργασία ή τη διδακτορική του διατριβή, είναι υποχρεωμένος να αναφέρει το όνομα του Ιδρύματος, της Σχολής και του Τμήματος στο οποίο εκπονήθηκε η συγκεκριμένη εργασία. Το ίδιο πρέπει να γίνεται και στην περίπτωση των πρωτότυπων δημοσιεύσεων.
12. Στην περίπτωση υλοποίησης ερευνητικών έργων που εκπονούνται από το Τ.Ε.Ι. Θεσσαλίας και για τη ρύθμιση εξ αρχής θεμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, το Τ.Ε.Ι. Θεσσαλίας υποχρεούται να απαιτεί την υπογραφή με την έναρξη των εν λόγω ερευνητικών έργων συμβάσεων και συμφωνητικών μεταξύ του Ιδρύματος και του χρηματοδότη του έργου, του Επιστημονικού Υπευθύνου και του συνόλου των μελών της ερευνητικής ομάδας που θα συμμετέχουν στην εκπόνηση του ερευνητικού έργου. Με τις συγκεκριμένες συμβάσεις εξασφαλίζεται η εξ αρχής συμφωνία που καθορίζει τα ζητήματα πνευματικής ιδιοκτησίας, και έτσι διασφαλίζεται η απρόσκοπτη υλοποίηση του συγκεκριμένου ερευνητικού προγράμματος.
13. Όταν ο Επιστημονικός Υπεύθυνος του ερευνητικού έργου προβεί σε έντυπη ή ηλεκτρονική έκδοση, μέρους ή/και του συνόλου των αποτελεσμάτων του ερευνητικού έργου, τότε είναι υποχρεωμένος να αναγράφει παντού το όνομα του Ιδρύματος, όπως και του φορέα χρηματοδότησης, αφού εντός των εγκαταστάσεων αυτού υλοποιήθηκε το συγκεκριμένο ερευνητικό έργο.
Β. Αντικείμενο Έρευνας
1. Η έρευνα πρέπει να διεξάγεται με σεβασμό στην επιστημονική αλήθεια, στην ακαδημαϊκή ελευθερία, στη ζωή, τη φύση και το περιβάλλον, στη βιολογική και πνευματική ακεραιότητα του ανθρώπου, στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια, την πνευματική ιδιοκτησία και στα προσωπικά δεδομένα. Κατά την έρευνα πρέπει να αποφεύγεται κάθε δυσμενής διάκριση πολιτών κατά την εθνότητα, τη φυλή, την εθνική καταγωγή, τη γλώσσα, το φύλο, τη θρησκεία, την ιδιωτική ζωή, τη σωματική ικανότητα ή την κοινωνικοοικονομική κατάσταση.
2. Δεν επιτρέπεται η διεξαγωγή έρευνας με στόχο την προώθηση αντιλήψεων ή αποτελεσμάτων που συμβάλουν στην προαγωγή διακρίσεων κατά ομάδων του πληθυσμού διακρινόμενων λόγου χάριν λόγω φυλετικής ή κοινωνικής προέλευσης, χρώματος, σεξουαλικού προσανατολισμού, απόψεων σχετικών με θρησκευτικές δοξασίες κλπ.
3. Δεν επιτρέπεται χωρίς την έγκριση της Επιτροπής Δεοντολογίας η διεξαγωγή έρευνας ή η χρήση διδακτικών πρακτικών όταν εμπλέκονται στη σχετική διαδικασία έμβια όντα χρησιμοποιούμενα ως πειραματόζωα ή με άλλο τρόπο, ή όταν τα αποτελέσματα των σχετικών διδακτικών ή ερευνητικών διαδικασιών μπορούν να προκαλέσουν βλάβη σε έμβια όντα. Η απόφαση έγκρισης της Επιτροπής Δεοντολογίας λαμβάνεται μετά από αναλυτική τεκμηρίωση του υπευθύνου της έρευνας ή διδασκαλίας για τη σκοπιμότητα εκτέλεσης των σχετικών διαδικασιών και τα προσδοκόμενα οφέλη της. Για τη λήψη της απόφασης λαμβάνεται υπόψη ο βαθμός στον οποίο έχει ληφθεί μέριμνα ώστε οι ενδεχόμενες δυσμενείς επιπτώσεις να ελαχιστοποιούνται. Για τη λήψη σχετικής απόφασης η Επιτροπή Δεοντολογίας οφείλει να καθοδηγείται από τα πορίσματα της Εθνικής Επιτροπής Βιοηθικής και της Διεθνούς Επιτροπής Βιοηθικής (International Bioethics Committee) η οποία λειτουργεί στα πλαίσια της Unesco. Για την υποβοήθηση του έργου της ιδιαίτερα σε ζητήματα βιοηθικής η Επιτροπή Δεοντολογίας μπορεί να ζητά σχετική εισήγηση από εθνικά ή διεθνώς αναγνωρισμένους ειδικούς.
Γ. Διδασκαλία
1. Οι υποχρεώσεις των διδασκόντων του Ιδρύματος οφείλουν να τηρούνται με συνέπεια και να εκπληρώνονται από αυτούς αυτοπροσώπως. Ενδεχόμενη ανάθεση διδακτικού έργου σε τρίτα πρόσωπα απαγορεύεται, ενώ μπορεί να γίνεται μόνον κατ’ εξαίρεση, και μετά από την παροχή γνώμης των αρμοδίων συλλογικών οργάνων του Τμήματος στο οποίο ανήκει το μέλος ΕΠ, σύμφωνη γνώμη του Συμβουλίου της οικείας Σχολής και έγκριση της Συνέλευσης του Ιδρύματος.
2. Σύμφωνα με το Άρθρο 21 του ν. 2121/1993: «… Επιτρέπεται χωρίς την άδεια του δημιουργού και χωρίς αμοιβή, η αναπαραγωγή άρθρων νομίμως δημοσιευμένων σε εφημερίδα ή σε περιοδικό, συντόμων αποσπασμάτων έργου ή τμημάτων συντόμου έργου ή έργου των εικαστικών τεχνών νομίμως δημοσιευμένου, εφόσον γίνεται αποκλειστικά για τη διδασκαλία ή τις εξετάσεις σε εκπαιδευτικό Ίδρυμα, στο μέτρο που δικαιολογείται από τον επιδιωκόμενο σκοπό, είναι σύμφωνη με τα χρηστά ήθη και δεν εμποδίζει την κανονική εκμετάλλευση. Η αναπαραγωγή πρέπει να συνοδεύεται από την ένδειξη της πηγής και των ονομάτων του δημιουργού και του εκδότη, εφόσον τα ονόματα αυτά εμφανίζονται στην πηγή. …»
3. Όλοι οι καθηγητές, καθώς επίσης και όλες οι υπόλοιπες κατηγορίες διδασκόντων του Ιδρύματος, εφόσον επιθυμούν να αναρτήσουν στην επίσημη ιστοσελίδα του Ιδρύματος κείμενα, άρθρα, ασκήσεις, εργασίες, κλπ, προς χρήση των φοιτητών στο πλαίσιο μιας συγκεκριμένης εκπαιδευτικής διαδικασίας, θα πρέπει να μεριμνούν ώστε η πρόσβαση στα συγκεκριμένα αρχεία να είναι απρόσκοπτα δυνατή από τους φοιτητές.
4. Οι καθηγητές του Ιδρύματος, αλλά συνολικά και όλες οι κατηγορίες διδασκόντων, είναι υποχρεωμένοι να δίνουν με τρόπο αντικειμενικό τη δυνατότητα στους φοιτητές του ιδρύματος να εξετασθούν για τις γνώσεις και τις δεξιότητες που απέκτησαν κατά τη διάρκεια της εκπαιδευτικής διαδικασίας.
5. Η βαθμολογία των φοιτητών από τους διδάσκοντες θα πρέπει να γίνεται με τρόπο αμερόληπτο και διαφανή. Για την εξασφάλιση τη εγκυρότητας και της αξιοπιστίας της βαθμολόγησης των φοιτητών, οι διδάσκοντες είναι υποχρεωμένοι:
α) να χρησιμοποιούν όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ποικιλία τεχνικών αξιολόγησης,
β) οι κάθε μορφής εξετάσεις που διενεργούν να καλύπτουν όλη τη διδακτέα ύλη, ή το μεγαλύτερό της μέρος,
γ) η τελική βαθμολογία που εξάγεται στο πλαίσιο της μαθησιακής διαδικασίας να αποτελεί σύνθεση παραγόντων όπως εργασίες, ενδιάμεσα τεστ αξιολόγησης, τεστ τελικής αξιολόγησης, κλπ, τα οποία όμως θα πρέπει να συμμετέχουν με συγκεκριμένους συντελεστές βαρύτητας στη εξαγωγή της τελικής βαθμολογίας,
δ) η τελική βαθμολογία που προκύπτει να συνδέεται με συγκεκριμένους μαθησιακούς στόχους,
ε) να συντάσσουν περίγραμμα του μαθήματος που διδάσκουν στο οποίο να αναφέρουν το περιεχόμενο του μαθήματος, τους μαθησιακούς στόχους, το περίγραμμα της εργασίας, τη διαδικασία αξιολόγησης, ενδεικτική βιβλιογραφία κλπ στοιχεία, τα οποία κατά την κρίση του διδάσκοντα υποβοηθούν τους φοιτητές στην απόκτηση όσο το δυνατόν περισσότερων γνώσεων και δεξιοτήτων στο πλαίσιο του συγκεκριμένου μαθήματος. Επιπλέον, οι διδάσκοντες οφείλουν να καταθέτουν σε εύλογο χρονικό διάστημα κάθε χρήσιμη πληροφορία για το μάθημα που διδάσκουν, και η οποία, προφανώς, προκύπτει κατόπιν σχετικής ζήτησης από τους φοιτητές. Το σύνολο των πληροφοριών του παρόντος σημείου (ε) δημοσιεύεται στους Οδηγούς Σπουδών των Τμημάτων και αναρτάται στην επίσημη ιστοσελίδα του Τμήματος, και,
στ) να κοινοποιούν στη Γραμματεία του Τμήματος τους τελικούς βαθμούς των φοιτητών, το αργότερο σε 20 ημέρες από την ημέρα των εξετάσεων. Σε περιπτώσεις όπου οι αναθέσεις μαθημάτων στους διδάσκοντες υπερβαίνουν τον κανονικό αριθμό, η κοινοποίηση των αποτελεσμάτων των εξετάσεων δύναται να υπερβεί το παραπάνω χρονικό όριο, εφόσον και ο αριθμός των εξεταζόμενων φοιτητών το δικαιολογεί. Οι ιδιαίτερες αυτές ρυθμίσεις θα προβλέπονται στους κανονισμούς των τμημάτων/Σχολών.
Δ. Ευθύνες Συμμόρφωσης
1. Το γεγονός απλώς της ύπαρξης των κανόνων δεοντολογίας στο πλαίσιο του παρόντος Κανονισμού Δεοντολογίας δεν συνιστά και κυρίως δεν εγγυάται από μόνο του την επαρκή και αποτελεσματική τους εφαρμογή. Η γνωστοποίηση της ύπαρξης των συγκεκριμένων κανόνων δεοντολογίας σε όσους πρέπει να τον τηρούν είναι πρωταρχικής σημασίας, ενώ κορυφαίο ζήτημα αποτελεί τελικά η συμμόρφωση των ανθρώπων που τους αφορά με τις επιταγές των συγκεκριμένων κανόνων δεοντολογίας.
2. Με βάση το παραπάνω πλαίσιο, το Ίδρυμα με διαλέξεις, σεμινάρια, μαθήματα ή σχετικές εκδόσεις, ενημερώνει, εξειδικεύει και επιμορφώνει διδάσκοντες, ερευνητές, διοικητικό προσωπικό και φοιτητές, για όλα τα θέματα τα οποία αφορούν την ηθική και τη δεοντολογία.
3. Από τη στιγμή που κάποιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο αποδέχεται πρόταση συνεργασίας με το Ίδρυμα, είναι υπεύθυνο για τη συμμόρφωση με τους κανόνες δεοντολογίας του παρόντος κανονισμού δεοντολογίας, με τη νομοθεσία του Ελληνικού κράτους, έτσι όπως αυτή ισχύει κάθε φορά, και με τις υπόλοιπες διαδικασίες, ομοίως όπως αυτές ισχύουν κάθε φορά, για την καθημερινή και αποτελεσματική λειτουργία του Ιδρύματος.
4. Η Συνέλευση του Ιδρύματος είναι υπεύθυνη για τη γνωστοποίηση της ύπαρξης των παρόντων κανόνων δεοντολογίας, όπως επίσης και για την εξασφάλιση ότι το περιεχόμενό τους έχει γίνει κατανοητό από το σύνολο του προσωπικού και το οποίο στη συνέχεια τηρείται επαρκώς. Παράλληλα, η Συνέλευση του Ιδρύματος θα πρέπει να εξασφαλίσει ότι στο Ίδρυμα επικρατεί κλίμα στο οποίο τα μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας μπορούν και συζητούν ελεύθερα τα όποια δεοντολογικά ή νομικά ή άλλα θέματα πιθανόν προκύπτουν.
5. Η συμμόρφωση των μελών της ακαδημαϊκής κοινότητας με τους κανόνες δεοντολογίας παρακολουθείται από τη Συνέλευση μέσω της Επιτροπής Δεοντολογίας.
6. Τα διάφορα προβλήματα που άπτονται πιθανόν των συγκεκριμένων κανόνων δεοντολογίας επιλύονται με ευθύνη της Συνέλευσης του Ιδρύματος. Στην περίπτωση αυτή, και μετά τη μελέτη της εισήγησης της Επιτροπής Δεοντολογίας, η Συνέλευση αναθέτει στη νομική υπηρεσία του Ιδρύματος την επικύρωση ή όχι της εισήγησης της Επιτροπής Δεοντολογίας και τη σύνταξη δικής της εισήγησης για τα προτεινόμενα μέτρα τα οποία θα πρέπει να ληφθούν από τη Συνέλευση στο πλαίσιο της συγκεκριμένης μη συμμόρφωσης με τους κανόνες δεοντολογίας
Ε. Πολιτική μη αντιποίνων
1. Το Τ.Ε.Ι. Θεσσαλίας, δια της Συνέλευσης, δεσμεύεται ότι δεν θα λάβει κανένα απολύτως μέτρο και δεν θα προβεί σε οποιαδήποτε αρνητική ενέργεια εναντίον οποιουδήποτε μέλους της ακαδημαϊκής κοινότητας το οποίο είναι δυνατόν να κάνει κάποια καταγγελία, αναφορά ή παράπονο, το οποίο πιθανόν να συμμετέχει ή/και να βοηθά στη διερεύνηση για την ενδεχόμενη παράβαση των παρόντων κανόνων δεοντολογίας, εκτός και αν οι ισχυρισμοί του εν λόγω ατόμου ή οι πληροφορίες που έδωσε αποδειχθεί ότι ήταν σκόπιμα ψευδείς.
2. Το Τ.Ε.Ι. Θεσσαλίας δεσμεύεται για τη διατήρηση της εμπιστευτικότητας όλων των καταγγελιών που θα γίνουν για παράβαση των παρόντων κανόνων δεοντολογίας, στον μέγιστο δυνατό βαθμό.
Άρθρο 2: Επιτροπή Δεοντολογίας
1. Με απόφαση της Συνέλευσης του Ιδρύματος ορίζεται «Επιτροπή Δεοντολογίας» του ιδρύματος.
2. Κύρια αρμοδιότητα των μελών της Επιτροπής Δεοντολογίας του Ιδρύματος είναι η εξέταση της τήρησης των κανόνων δεοντολογίας και η εν γένει τήρηση του κανονισμού σε περίπτωση καταγγελίας μη συμμόρφωσης προς αυτόν. Η επιτροπή επιλαμβάνεται επίσης θεμάτων που αφορούν συμπεριφορά των μελών της ακαδημαϊκής κοινότητας, εντός ή εκτός του Ιδρύματος, που δε συνάδει με την ιδιότητα του ακαδημαϊκού, μετά από σχετική καταγγελία, ή αυτεπάγγελτα.
3. Αναλόγως της περίπτωσης, η Επιτροπή Δεοντολογίας αποφασίζει κατά πλειοψηφία για τα μέτρα που θα πρέπει να ληφθούν κάθε φορά, μετά την εξέταση ενός εκάστου θέματος.
4. Μετά το πέρας της εξέτασης συντάσσει εισήγηση την οποία καταθέτει στη Συνέλευση του Ιδρύματος, η οποία είναι και η αρμόδια για τη λήψη των σχετικών αποφάσεων. Εννοείται ότι σε περίπτωση εύρεσης μη συμμορφώσεων με τον κανονισμό δεοντολογίας η Συνέλευση του Ιδρύματος ζητά την άποψη της νομικής υπηρεσίας του Ιδρύματος για την επιβολή των σχετικών κυρώσεων, άσχετα αν αυτές περιγράφονται ή όχι στον παρόντα κανονισμό. Η νομική υπηρεσία, για τη σύνταξη της δικής της εισήγησης, μελετά την εισήγηση της Επιτροπής Δεοντολογίας και συνεργάζεται, εφόσον το θεωρεί σκόπιμο, με τα μέλη της.
5. Η Επιτροπή Δεοντολογίας του Ιδρύματος αποτελείται:
α. Από τον Αναπληρωτή Πρόεδρο Ακαδημαϊκών Υποθέσεων, ο οποίος είναι και Πρόεδρος της Επιτροπής,
β. Από τους Διευθυντές των Σχολών του Ιδρύματος,
6. Η Επιτροπή Δεοντολογίας υποστηρίζεται διοικητικά από Γραμματεία, σύμφωνα με τις προβλέψεις του άρθρου 4 του ΠΔ 160.
7. Η Επιτροπή Δεοντολογίας συνεδριάζει σε τακτά διαστήματα που δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερα των τριών (3) μηνών. Συνεδριάζει επίσης εκτάκτως, όταν ανακύπτουν θέματα της αρμοδιότητάς της ή όταν το ζητήσουν γραπτώς δύο (2) τουλάχιστον από τα μέλη της.
Σχετικά Εγγραφα: